ταπεινωτικ|ός <-ή, -ό> [tapinɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
ταπεινότητα [tapiˈnɔtita] SUBST θηλ
1. ταπεινότητα (ταπεινοσύνη):
2. ταπεινότητα (προστυχιά):
αποχαλινώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [apɔxaliˈnɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα
1. αποχαλινώνομαι (χάνω κάθε αυτοέλεγχο):
2. αποχαλινώνομαι (διάγω έκλυτο βίο):
ταπείνωσ|η <-εις> [taˈpinɔsi] SUBST θηλ
-
- Demütigung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- ταξινόμηση
- ταξινομία
- ταξινομώ
- ταξιτζής
- ταξιτζού
- ταπεινώνομαι
- ταπεινώνω
- ταπείνωση
- ταπεινωτικός
- τάπερ
- ταπέτο