μονοπωλιακ|ός <-ή, -ό> [mɔnɔpɔliaˈkɔs] ΕΠΊΘ
μονοπωλ|ώ <-είς, -ησα> [mɔnɔpɔˈlɔ] VERB μεταβ
μεταπωλητής (μεταπωλήτρια) [mɛtapɔliˈtis, mɛtapɔˈlitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
- μεταπωλητής (μεταπωλήτρια)
-
- έκπτωση θηλ μεταπωλητή
-
μονοπολικ|ός <-ή, -ό> [mɔnɔpɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ ΗΛΕΚ
μονοπώλιο [mɔnɔˈpɔliɔ] SUBST ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.