Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάδειξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάδειξ|η <-εις> [aˈnaðiksi] SUBST θηλ

1. ανάδειξη (απόδειξη ικανότητας σε κάποιον τομέα):

ανάδειξη ως +nom

2. ανάδειξη (αναγόρευση):

ανάδειξη
Ernennung θηλ

3. ανάδειξη (άνοδος, ευδοκίμηση):

ανάδειξη
Aufstieg αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский