Γερμανικά » Αγγλικά

ka·ra·melπαλαιότ [karaˈmɛl] ΕΠΊΘ

karamel → karamell

Βλέπε και: karamell

ka·ra·mell [karaˈmɛl] ΕΠΊΘ αμετάβλ, κατηγορ

Ka·ra·melπαλαιότ <-s> [karaˈmɛl] ΟΥΣ αρσ kein πλ

Karamel → Karamell

Βλέπε και: Karamell

Ka·ra·mell <-s> [karaˈmɛl] ΟΥΣ αρσ kein πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文