beget <μετ ενεστ begetting, παρελθ begot or αρχαϊκ begat [bɪˈɡæt], μετ παρακειμ begotten> [αμερικ bəˈɡɛt, βρετ bɪˈɡɛt] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό
1. beget (give rise to):
- engendrar λογοτεχνικό
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.