Αγγλικά » Γερμανικά

coch·lear [ˈkɒkliəʳ, αμερικ ˈkɑ:kliɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΙΑΤΡ

cochlear
Schnecken-
cochlear
kochleär ειδικ ορολ

cochlear duct [ˈkɒkliəˌdʌkt] ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

cochlear implant

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "cochlear" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文