corporation [βρετ kɔːpəˈreɪʃ(ə)n, αμερικ ˌkɔrpəˈreɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. corporation ΕΜΠΌΡ:
2. corporation βρετ (town council):
3. corporation βρετ (paunch):
- corporation οικ, χιουμ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.