I. γενικ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [jɛniˈcɛvɔ] VERB μεταβ
- γενικεύω
-
II. γενικεύομαι VERB αυτοπ ρήμα (επεκτείνομαι, διαδίδομαι)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.