γενετικ|ός <-ή, -ό> [jɛnɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. γενετικός (αναφερόμενος στη γέννηση):
- γενετικός
-
2. γενετικός ΓΕΝΕΤ:
3. γενετικός (που παράγει):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.