Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. iriser [iʀize] ΡΉΜΑ μεταβ
iriser lumière, soleil cristal, mer:
II. s'iriser ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
s'iriser αυτοπ ρήμα cristal, mer, plumage:
I. irisé (irisée) [iʀize] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
irisé → iriser
II. irisé (irisée) [iʀize] ΕΠΊΘ
irisé pierre, verre, plumage:
- irisé (irisée)
-
I. iriser [iʀize] ΡΉΜΑ μεταβ
iriser lumière, soleil cristal, mer:
II. s'iriser ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
s'iriser αυτοπ ρήμα cristal, mer, plumage:
στο λεξικό PONS
irisé(e) [iʀize] ΕΠΊΘ
- irisé(e)
-
irisé(e) [iʀize] ΕΠΊΘ
- irisé(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.