Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τορνευτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τορνευτ|ός <-ή, -ό> [tɔrnɛfˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. τορνευτός (μέταλλο):

τορνευτός

2. τορνευτός (ξύλο):

τορνευτός

3. τορνευτός μτφ:

τορνευτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский