Αγγλικά » Σλοβενικά

Μεταφράσεις για „olajševalnimi“ στο λεξικό Αγγλικά » Σλοβενικά

(Μετάβαση προς Σλοβενικά » Αγγλικά)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Med olajševalnimi okoliščinami so med drugim našteli dozdajšnjo nekaznovanost, njihovo mladost in da vsi izhajajo iz urejenega družinskega okolja.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina