Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „oblizovati“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

I . obliz|ováti <oblizújem; oblizovàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

II . obliz|ováti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

oblizovati oblizovati se:

oblizovati se

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Zaradi hude lakote so pričeli oblizovati kože živali, da bi lahko preživeli, kmalu so pričeli jesti trupla, ko je tudi teh zmanjkalo pa so prišli na vrsto ranjeni in bolni.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "oblizovati" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina