Σλοβενικά » Αγγλικά

kúrc1 <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ οικ vulg

1. kurc (penis):

kurc
kurc
kurc

2. kurc slabš (moški):

kurc
kurc
wanker enslslre-brit-s
kurc
sod enslslre-brit-s

3. kurc (zmerljivka):

I . kúrc2 ΕΠΊΡΡ οικ vulg

II . kúrc2 PRED

Παραδειγματικές φράσεις με kurc

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina