Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „daviti“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

I . dávi|ti <-m; davil> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

II . dávi|ti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

1. daviti (težko požirati):

daviti

2. daviti μτφ:

Παραδειγματικές φράσεις με daviti

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Pavlek porine volku v usta palico, da se ta začne daviti.
sl.wikipedia.org
Laokoont, ki ga davijo kače, obupno skuša oslabiti oprijem, ne da bi gledal svoje umirajoče sinove.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "daviti" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina