Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „anektírati“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

anektíra|ti <-m; anektiral> ΡΉΜΑ στιγμ, εξακολ μεταβ (priključiti)

Παραδειγματικές φράσεις με anektírati

nasilno anektírati državo

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
A so velesile zagrozile, da bodo anektirale še večja ozemlja.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina