Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „živcírati“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

I . živcíra|ti <-m; živciral> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ οικ

II . živcíra|ti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

živcirati živcírati se οικ:

živcírati se
živcírati se zaradi šole

Παραδειγματικές φράσεις με živcírati

živcírati starše
živcírati se zaradi šole

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
V vsem ji ugodi, njo pa začne živcirati njegova pretirana ustrežljivost in tolerantnost.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina