un’improvvisata στο λεξικό PONS

un’improvvisata Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

fare un’improvvisata a qn

Αναζήτηση στο λεξικό

Ιταλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski