raccolgo στο λεξικό PONS

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Intanto raccolgo materiale, studio, trovo novità.
it.wikipedia.org

Αναζητήστε "raccolgo" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski