munirsi στο λεξικό PONS

munirsi Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

munirsi di coraggio fig

Αναζητήστε "munirsi" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski