frequentatore στο λεξικό PONS

frequentatore Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

frequentatore abituale (di un locale)

Αναζητήστε "frequentatore" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski