fasciarsi στο λεξικό PONS

fasciarsi Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

fasciarsi il capo prima di romperselo fig

Αναζητήστε "fasciarsi" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski