farò στο λεξικό PONS

farò Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

te la farò pagare
farò del mio meglio

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski