caramellato στο λεξικό PONS

caramellato Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

zucchero caramellato (zucchero fuso)

Αναζητήστε "caramellato" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski