taccio στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για taccio στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.tacere [taˈtʃere] ΡΉΜΑ μεταβ (non dire)

II.tacere [taˈtʃere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

1. tacere:

Μεταφράσεις για taccio στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

taccio στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για taccio στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

taccio 1. πρόσ sing pr di tacere

Βλέπε και: tacere

I.tacere <taccio, tacqui, taciuto> [ta·ˈtʃe:·re] ΡΉΜΑ μεταβ (non rivelare)

II.tacere <taccio, tacqui, taciuto> [ta·ˈtʃe:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ

I.tacere <taccio, tacqui, taciuto> [ta·ˈtʃe:·re] ΡΉΜΑ μεταβ (non rivelare)

II.tacere <taccio, tacqui, taciuto> [ta·ˈtʃe:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ

tacciare [tat·ˈtʃa:·re] ΡΉΜΑ μεταβ

Μεταφράσεις για taccio στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
to choke sb off οικ

taccio Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Les choses étant ce qu'elles sont, je me tais = stando così le cose, taccio.
it.wikipedia.org
Se comprendo ciò che ha taciuto, taccio ciò che non comprende.
it.wikipedia.org
L'aposiopesi (dal greco ἀποσιώπησις aposiōpēsis, derivato da aposiōpáō, «io taccio»), chiamata anche reticenza (dal latino reticere, «tacere») o sospensione, è una figura di pensiero.
it.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "taccio" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski