I.superdotato [superdoˈtato] ΕΠΊΘ
1. superdotato (intellettualmente):
2. superdotato (sessualmente) χιουμ:
II.superdotato [superdoˈtato] ΟΥΣ αρσ
1. superdotato (intellettualmente):
2. superdotato (sessualmente):
- superdotato χιουμ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.