dignarse στο λεξικό PONS

dignarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

dignarse hacer a/c

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski