afianzarse στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για afianzarse στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

Μεταφράσεις για afianzarse στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ισπανικά
Afianzarse en su mal estado. ajustar los s. 1. loc. verb.
www.rae.es

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski