abrasarse στο λεξικό PONS

abrasarse Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

abrasarse de sed
abrasarse de calor

Αναζητήστε "abrasarse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski