pelárselas στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για pelárselas στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

2. pelarse οικ:

pelársela χυδ, αργκ
to jerk off χυδ, αργκ
pelársela χυδ, αργκ
to wank βρετ χυδ, αργκ
pelárselas CSur οικ
to go off οικ
I'm off οικ

Βλέπε και: pavo2, pavo1, duro3, duro2, duro1

1. pavo:

pavo (pava) ΜΑΓΕΙΡ, ΖΩΟΛ
comer pavo Κολομβ οικ
to be a wallflower οικ
de pavo Χιλ Περού οικ entró de pavo al concierto
se le sube/subió el pavo Ισπ οικ
se le sube/subió el pavo Ισπ οικ
he goes/went red βρετ

duro trabajar/estudiar/llover:

hable más duro Κολομβ Ven
estábamos riéndonos muy duro Κολομβ Ven
agárrense duro Κολομβ Ven
corrimos bien duro Κολομβ Ven
duro y parejo λατινοαμερ οικ

3.1. duro (severo, riguroso):

3.2. duro (difícil, penoso):

estar duro Μεξ οικ (poco probable)
to be tough o hard οικ

Μεταφράσεις για pelárselas στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

pelárselas στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για pelárselas στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

Μεταφράσεις για pelárselas στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

pelárselas Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

pelárselas por algo
pelárselas por hacer algo
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文