abanderado (abanderada) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. abanderado (deportista, soldado):
- abanderado (abanderada)
2. abanderado (defensor):
- abanderado (abanderada)
3. abanderado Μεξ ΑΘΛ:
- abanderado (abanderada)
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.