Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωχριώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωχρι|ώ <-άς, -ασα> [ɔxriˈɔ]

1. ωχριώ (χλομιάζω):

ωχριώ

2. ωχριώ μτφ (χάνω την έντασή μου):

ωχριώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский