Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ηθελημένα , ωφέλημα , υφιστάμενη και ηθελημένος

ωφέλημα [ɔˈfɛlima] SUBST ουδ

1. ωφέλημα (όφελος):

Nutzen αρσ

2. ωφέλημα (πλεονέκτημα):

Vorteil αρσ

ηθελημένα [iθɛliˈmɛna] ΕΠΊΡΡ

ηθελημέν|ος <-η, -ο> [iθɛliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

υφιστάμενος [ifisˈtamɛnɔs] SUBST αρσ, υφιστάμενη [ifisˈtamɛni], υφισταμένη [ifistaˈmɛni] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский