Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωθ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɔˈθɔ] VERB μεταβ

1. ωθώ (σκουντώ):

ωθώ

2. ωθώ (προωθώ, επιταχύνω):

ωθώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский