Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωάριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωάριο [ɔˈariɔ] SUBST ουδ (ωοκύτταρο)

ωάριο
Eizelle θηλ
ωάριο
Ovum ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский