Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψόφιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψόφι|ος <-α, -ο> [ˈpsɔfçɔs] ΕΠΊΘ

1. ψόφιος (νεκρός):

ψόφιος
tot

2. ψόφιος οικ (εξαντλημένος):

ψόφιος

Παραδειγματικές φράσεις με ψόφιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский