Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψυχόρμητο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψυχόρμητο [psiˈxɔrmitɔ] SUBST ουδ

ψυχόρμητο
Instinkt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский