Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψυχραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ψυχρ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [psiˈxrɛnɔ] VERB μεταβ

1. ψυχραίνω (κάνω ψυχρό):

ψυχραίνω

2. ψυχραίνω μτφ:

ψυχραίνω

II . ψυχρ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [psiˈxrɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ψυχρός)

ψυχραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский