Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψυχολογικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψυχολογικ|ός <-ή, -ό> [psixɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ψυχολογικός (όσον αφορά την ψυχολογία):

ψυχολογικός

2. ψυχολογικός (όσον αφορά την ψυχή):

ψυχολογικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский