Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψιλικατζίδικο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψιλικατζίδικο [psilikaˈdziðikɔ] SUBST ουδ

ψιλικατζίδικο
Bedarfsgegenstände- und Kurzwarenhandlung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский