Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψαρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψαρ|εύω <-εψα> [psaˈrɛvɔ] VERB μεταβ

1. ψαρεύω (με καΐκι):

ψαρεύω
ψαρεύω σε θολά νερά

2. ψαρεύω (με το καλάμι):

ψαρεύω

3. ψαρεύω μτφ (κάποιον για μυστικά):

ψαρεύω

Παραδειγματικές φράσεις με ψαρεύω

ψαρεύω σε θολά νερά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский