Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψήνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ψή|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈpsinɔ] VERB μεταβ

1. ψήνω (στο τηγάνι):

ψήνω

2. ψήνω (στη σκάρα):

ψήνω

3. ψήνω (καφέ):

ψήνω

II . ψήνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ψήνομαι (αισθάνομαι υπερβολική ζέστη):

2. ψήνομαι (ωριμάζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский