Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψέλλισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψέλλισμα [ˈpsɛlizma] SUBST ουδ

ψέλλισμα
Stammeln ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский