Ελληνικά » Γερμανικά

I . χώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxɔnɔ] VERB μεταβ

2. χώνω (θάβω):

χώνω

II . χώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. χώνομαι (σε στενό χώρο):

2. χώνομαι (ανακατεύομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский