Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χωρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χωρικ|ός <-ή, -ό> [xɔriˈkɔs] ΕΠΊΘ (της χώρας)

χωρικός
Territorial-
Hoheitsgewässer ουδ πλ

II . χωρικ|ός <-ή, -ό> [xɔriˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ (κάτοικος χωριού)

χωρικός
Dorfbewohner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский