Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρηματοδότης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρηματοδότης (χρηματοδότρια) [xrimatɔˈðɔtis, xrimatɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

χρηματοδότης (χρηματοδότρια)
Geldgeber(in) αρσ (θηλ)
χρηματοδότης (χρηματοδότρια)
Finanzier αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский