Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρηματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρηματί|ζω <-σα> [xrimaˈtizɔ] VERB αυτοπ ρήμα nur Aorist

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский