Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χοντρέλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χοντρέλα [xɔnˈdrɛla] SUBST θηλ

1. χοντρέλα μειωτ (λίγο χοντρή):

χοντρέλα
Dickerchen ουδ

2. χοντρέλα μειωτ (πολύ χοντρή):

χοντρέλα
dicke/fette Tonne θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский