Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χνουδιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χνουδιά|ζω <-σα, -σμένος> [xnuˈðjazɔ] VERB αμετάβ

1. χνουδιάζω (σχηματίζω λεπτό τρίχωμα):

χνουδιάζω

2. χνουδιάζω (ύφασμα: ξεφτώ):

χνουδιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский