Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαρτοφυλάκιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαρτοφυλάκιο [xartɔfiˈlaciɔ] SUBST ουδ

1. χαρτοφυλάκιο (χαρτοφύλακας):

χαρτοφυλάκιο
Aktenmappe θηλ

2. χαρτοφυλάκιο μτφ (υπουργού):

χαρτοφυλάκιο
χαρτοφυλάκιο
Portefeuille ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский